εἰσακούσω

εἰσακούσω
εἰσᾱκούσω , εἰσακούω
hearken
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
εἰσακούω
hearken
aor subj act 1st sg
εἰσακούω
hearken
aor ind mid 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
εἰσακούω
hearken
fut ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …   Dictionary of Greek

  • παρεισακούω — Μ [εισακούω] αρνούμαι να εισακούσω, αγνοώ κάποιο αίτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”